βουγάιε

βουγάιε
βουγά̱ϊε , βουγάιος
bully
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”